Σκέψεις πάνω στην εκπαιδευτική μηχανή

Πριν, από οποιαδήποτε ιδεολογική ανάλυση ή κριτική, είναι ανάγκη να πούμε πως η καταπίεση και η μιζέρια που βιώνουν όσοι συμμετέχουν στο σχολείο και γενικότερα στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, είναι πρώτα απ’ όλα συναίσθημα. Βρίσκεται στα νέυρα με τα οποία ξυπνάει κανείς για να πάει στο μάθημα, στις βρισίες που αραδιάζει όταν του επιβάλλουν να κάνει προσευχή ή παρέλαση, στη βαρεμάρα την ώρα που κάποιος καθηγητής μιλάει ατέλειωτα για θέματα αδιάφορα, στο άγχος που τον καταλαμβάνει όταν χτυπάει το κουδούνι, στην αδυναμία που νιώθει όταν παίρνει αποβολές αλλά και γενικά σ’ όλα αυτά που νιώθουμε όταν αντιμετωπίζουμε τον καταναγκασμό, μέσα στο σχολικό περιβάλλον.Και είναι τόσο έντονο αυτό το συναίσθημα, τόσο τεράστιο αυτό το “βαρίεμαι το σχολείο” που λένε και ξαναλένε όσοι περνούν ή έχουν περάσει από εκεί, που αποτελεί αιτία παραπάνω από αρκετή, για να εξετάσει κανείς το θέμα βαθύτερα

Φυσικά, για μας είναι ξεκάθαρο πως η απέχθεια για το σχολείο, δεν αποτελεί σπασμωδική αντίδραση μερικών εφήβων που έχασαν ώρες από τον ύπνο τους. Αντίθετα είναι η ένδειξη πως αυτός ο μηχανισμός συνιστά μια υπαρκτή καταπιεστική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μας γεννά την ανάγκη να την αναλύσουμε και να την κατανοήσουμε.

Θα μπορούσε να πει κάποιος πως δε θα πρεπε απαραίτητα να νιώθουμε έτσι για το σχολείο, πως θα μπορούσε να είναι ξεκούραστο, ευχάριστο, να ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες μας και να μας βοηθάει στο να ωριμάζουμε και να γινόμαστε ολοκληρωμένες και δημιουργικές προσωπικότητες . Εμείς όμως δεν αυταπατόμαστε . Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι σάπιο και δε θα μπορούσε να ναι αλλιώς στις τωρινές κοινωνικές συνθήκες γιατί επιτελεί δύο πολύ σημαντικές και απαραίτητες για τους μηχανισμούς εξουσίας λειτουργίες.

Κατ αρχάς το σύστημα διδασκαλίας είναι η διδασκαλία του συστήματος, Βασικός σκοπός δηλαδή της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η στήριξη των μηχανισμών κυριαρχίας και η αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας, Στο σχολείο μαθαίνουμε βασικές αξίες όπως η υποταγή στην εξουσία του ανωτέρου και η πειθάρχηση μέσω τιμωριών, πάνω στην αποδοχή των οποίων βασίζεται η εύρυθμη λειτουργία της άρρωστης κοινωνίας μας. Δεν είναι δύσκολο να βρούμε τις ομοιότητες της σχέσης μαθητή – καθηγητή με αυτες φαντάρου – αξιωματικού και φυσικά εργάτη – αφεντικού ούτε να καταλάβουμε πως αν λυγίσουμε στην τρομοκρατία των διευθυντών και σκύψουμε το κεφάλι στο σχολείο, αύριο θα υποκλινόμαστε δουλικά στο αφεντικό μας στη δουλεία. Η δεύτερη λειτουργία του σχολείου είναι να μας μετατρέψει σε ανταγωνιστικά και ατομιστικά άτομα ανίκανα να δράσουν και να παλέψουν συλλογικά. Ο,τι χρειάζεται δηλαδή για να θριαμβέυσειπάνω μας το καπιταλιστικό σύστημα. Μέσα από τη θητεία μας στο σχολείο και την επιρροή των βαθμών, των εξετάσεων και των διακρίσεων καταλήγουμε να αναγνωρίζουμε στους συμμαθητές μας ανταγωνιστικά και άρα έχθρικα υποκείμενα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε στο πως αυτή η κουλτούρα μπλοκάρει τη δυνατότητα μας να αντισταθούμε συλλογικά στο φόβο και τη μιζέρια και στο πως η ρετσινιά της επηρεάζει τις ζωές μας.

Από τα παραπάνω βλέπουμε πως το σχολείο είναι ένας καταπιεστικός θεσμός και φυσικά δεν μπορεί να υπάρχει γνώση όπου υπάρχει καταπίεση. Το σχολείο συμβάλει στην εδραίωση μιας λανθασμένης σχέσης με τη γνώση, μιας σχέσης που προάγει αδαείς και ειδικούς. Που παρουσιάζει δηλαδή τον καθηγητή ως μια αναμφισβήτητη αυθεντία και το μαθητή ως έναν άχρηστο που πρέπει απλά να ακούει χωρίς να προσφέρει κάτι, μετατρέπει τη μάθηση δηλαδή από μια αμφίδρομη διαδικασία σε ένα μονόπλευρο και καθορισμένο πακέτο. Η γνώση που “απλόχερα” μας δίνεται στο σχολείο επικαλείται μια δήθεν ουδετερότητα προσπαθώντας να εμφανιστεί ως κάτι αντικειμενικό και οικουμενικό. Εμείς όμως εξετάζοντας πως, τι και γιατί μας μαθαίνουν, αναγνωρίζουμε την προσφορά μιας ακρωτηριασμένης γνώσης, μιας γνώσης κομμένης και ραμμένης στα μέτρα των από πάνω. Αυτό που σίγουρα όμως μαθαίνουμε στο σχολείο είναι να δρούμε μηχανικά και αυτοματοποιήμενα . Να είμαστε εκτελεστές εντολών και όχι δημιουργοί. Μαθαίνουμε να είμαστε ξένοι με το προιόν της δραστηριότητας μας,δηλαδή με τη γνώση, που μας εμφανίζεται ως κάτι έτοιμο, καθορισμένο και απόμακρο και όχι ως κάτι που εμείς ανακαλύπτουμε και διαμορφώνουμε ανάλογα με τις ανάγκες μας. Εννοιες όπως φαντασία και δημιουργικότητα δεν έχουν καμία σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία. Μαθαίνουμε να είμαστε θεατές της ίδιας μας της ζωής.
Κι όμως, παρόλο που όλα τα παραπάνω αληθεύουν και το μαρτυρούν αυτό οι προσωπικές μας εμπειρίες, υπάρχουν άτομα, συμμαθητές και φίλοι μας, ακόμα και εμείς οι ίδιοι μερικές φορές, που τελειώνοντας μια σχολική χρονιά μπορούν να πουν: “Εγώ κάτι κέρδισα φέτος”. Αναγκαζόμαστε λοιπόν να σκεφτούμε μήπως η παραπάνω κριτική είναι άστοχη και μήπως το σχολείο είναι τελικά καλύτερο απ’ όσο το νομίζουμε. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα για εμάς είναι ξεκάθαρη και είναι αρνητική.
    Φυσικά και δεν είναι ψέμα να λέει κάποιος πως κάτι κέρδισε από τα χρόνια του στο σχολείο. Παρόλα αυτά, είναι λάθος να θεωρεί πως αυτό το “κέρδος” του χαρίστηκε από τον σχολικό μηχανισμό. Αν ψάξουμε βαθύτερα στα πράγματα που πραγματικά νομίζουμε πως  αποκομίσαμε από το εκπαιδευτικό σύστημα, δεν θα αργήσουμε να δούμε πως τίποτα απ’ αυτά δεν μας το πρόσφερε το ίδιο, αλλά αντίθετα όλα προήλθαν από την καταστροφή ορισμένων -μικρών μεν, καθόλου ασήμαντων δε- τμημάτων του και την μετατροπή τους σε χώρους όπου να μπορεί ο νεανικός αυθορμητισμός να κινηθεί ελεύθερα, δίχως να καθυποτάσσεται από τον ρόλο του μαθητή, ενός μαθητή που είναι αναγκασμένος πάντα να υπακούει.
    Με άλλα λόγια, ο -σύμφωνα και με την περιγραφή των προηγούμενων παραγράφων- ολοκληρωτικός μηχανισμός, δεν καταφέρνει να φέρει σε πέρας με πλήρη επιτυχία την αποστολή του. Δεν μπορεί να προβλέψει πως θα υπάρξουν συμμετέχοντες του, οι οποίοι θα δημιουργήσουν ρωγμές στο καταπιεστικό του οικοδόμημα και θα ξεφύγουν, έστω για λίγο, από αυτό, αποκομίζοντας πραγματικά οφέλη, που πηγαίνουν πάνω και πέρα από οτιδήποτε διαμηνύουν οι υπερασπιστές του πως θα μπορούσε να προσφέρει. Μια πραγματική σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα για παράδειγμα, σχέση μακριά από την εξουσία και τον ανταγωνισμό, δεν θα μπορούσε ποτέ να ανθίσει στο πλαίσιο που επιβάλλει το σχολείο. Δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μέσα σ’ αυτό, αν δεν τρεφόταν από την ανταλλαγή μηνυμάτων μέσα στις τάξεις ή από τις κοπάνες, πράγματα που αποτελούν δηλαδή αυτό ακριβώς που αναφέρθηκε από πάνω: Ρωγμές στο οικοδόμημα της σχολικής μηχανής και ευθείες αμφισβητήσεις της καταπίεσης του. Παρόμοια κατάσταση αποτελεί και η διεξαγωγή ενός ουσιαστικού αμφίδρομου μαθήματος από ένα καθηγητή. Δεν θα μπορούσε να γίνει δίχως την παραγκώνιση της αυστηρότητας και της ακαμψίας δίχως την κατάργηση του ρόλου του, του ρόλου του ειδικού – ανώτερου – τιμωρού, χαρακτηριστικά που αποτελούν κι αυτά μικρές ρωγμές.
    Είναι σημαντικό δηλαδή, να δούμε πως αρνούμενοι τους ρόλους που μας μοίρασαν στην πρώτη μας επαφή με το εκπαιδευτικό σύστημα, μπορούμε πραγματικά να κερδίσουμε σε βάρος του, ενώ είμαστε -δυστυχώς αλλά απαραίτητα- μέσα σε αυτό. Καθηγητές και μαθητές μπορούν εξίσου να μπουν σε μια τέτοια διαδικασία, όπως φάνηκε άλλωστε και από τα προηγούμενα παραδείγματα . Και δεν μιλάμε για τίποτα περισσότερο από μια αμφισβήτηση των σχολικών “πρέπει”. Σαν να λέμε πως δεν πρέπει να δέχεσαι αυθεντίες , να περνάς χάλια, να φυλακίζεσαι κλπ αλλά να πράττεις τα αντίθετα (σχετικά με τον μαθητή) και δενπρέπει να παριστάνεις τον μπαμπούλα, να αυτοανακυρήσσεσαι ειδικός, να μοιράζεις τιμωρίες κλπ αλλά να πράττεις τα αντίθετα (σχετικά με τον καθηγητή). Αυτό και τίποτα περισσότερο είναι η άρνηση των ρόλων.

Δε ζητάμε ,λοιπόν, και δεν περιμένουμε από κανέναν αρμόδιο να “φτιάξει” το εκπαιδευτικό σύστημα γιατί κανένας τους δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει αυτά που επιθυμούμε. Εμείς οι ίδιοι, αρνούμαστε τους ρόλους που μας έχουνε δώσει και παλεύουμε για “την δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας, μέσα στο κέλυφος της παλιάς.”

One thought on “Σκέψεις πάνω στην εκπαιδευτική μηχανή

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *